Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αψήλου [apsílu] επίρρ. : (λαϊκότρ., λογοτ.) στην έκφραση τ΄ ~, ψηλά: Nα ΄μουν πουλί να πέταγα, να πήγαινα τ΄ ~.
[αψηλ(ός) -ου αναλ. προς επιρρ. σε -ου: απάνου]