Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφυδάτωση
1 εγγραφή
αφυδάτωση η [afiδátosi] Ο33 : ANT ενυδάτωση. α. (φυσιολ.) αφαίρεση ή απώλεια της κανονικής ποσότητας νερού ή υγρασίας: ~ του οργανισμού / του δέρματος / του προσώπου. Aπό τη δίψα και τη ζέστη έπαθε ~. β. (χημ.) αφαίρεση των στοιχείων του νερού από μία χημική ένωση και σχηματισμός νέας ένωσης: ~ μιας χημικής ένωσης.

[λόγ. αφυδατω- (δες αφυδατώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. deshydratation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες