Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αφουγκράζομαι [afugrázome] Ρ2.1β : 1.προσπαθώ να ακούσω κτ.: Έβα λε το αυτί του στο μεσότοιχο κι αφουγκράστηκε, αλλά δεν άκουσε τίποτα. 2. (λογοτ., λαϊκότρ.) ακούω με προσοχή: Aφουγκράσου αυτά που θα σου πω. || ακούω.
[αρχ. ἐπακροῶμαι `ακούω προσεκτικά΄ > μσν. *επακρώμαι (αποφυγή της χασμ.) > *απακρώμαι (παρετυμ. απ(ο)-) > *αφακρώμαι (από επίδρ. των αφορῶ `κοιτάζω προσεκτικά΄ (δες αφορώ), αρχ. ὑφορῶμαι `κοιτάζω με καχυποψία΄) > μσν. αφουκρούμαι ( [a > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του υπερ. [k] ) > μεταπλ. αφουκράζομαι (αναλ. προς τα κρεμώ - κρεμάζω, κοπιώ - κοπιάζω) (τροπή [kr > gr] ;)]