Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφιόνι
3 εγγραφές [1 - 3]
αφιόνι το [afxóni] Ο44 : α.(λαϊκότρ.) η ναρκωτική ουσία όπιο και το φυτό από το οποίο παράγεται: Παίρνω / πίνω ~. Ποτίζω κπ. (με) ~, αφιονίζω. Tου ΄βαλαν ~ στο κρασί κι αποκοιμήθηκε. β. (μτφ.) ό,τι επιφέρει πνευματική νάρκωση ή φανατισμό: Άβουλη θέληση, ποτισμένη με ~.

[μσν. αφιόνι(ον) αντδ. < τουρκ. afyon -ι(ον) < περσ. < ελνστ. ὄπιον (υποκορ. του αρχ. ὀπός)]

αφιονίζω [afxonízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.ναρκώνω, κοιμίζω κπ. δίνοντάς του αφιόνι. 2. (μτφ., συνήθ. παθ.) α. κάνω κπ. να χάσει την πνευματική του διαύγεια, ναρκώνω τη σκέψη του: Mε τέτοια παραμύθια μας αφιονίζουν και μας εξαπατούν, μας αποκοιμίζουν. || Bλέμμα αφιονισμένο και χαύνο. β. φανατίζω κπ. πολύ, με μια ιδέα συνήθ. οπισθοδρομική: Aφιονισμένοι από την καθαρεύουσα και το ρομαντισμό αρνούνται την καινούρια ιδέα. Ο αφιονισμένος όχλος τον σκότωσε με λιθοβολισμό. γ. (παθ.) κυριεύομαι από ένα βίαιο συναίσθημα οργής, μανίας, μανιάζω, λυσσάω2: Kάνω σαν αφιονισμένος, σαν τρελός.

[αφιόν(ι) -ίζω]

αφιονισμός ο [afxonizmós] Ο17 : το αποτέλεσμα του αφιονίζω2· τυφλός φανατισμός ή πνευματική αποχαύνωση: Ο τύπος, ευθύνεται κι αυτός για τον πολιτικό αφιονισμό της χώρας.

[λόγ. αφιονισ- (αφιονίζω) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες