Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφθονία
1 εγγραφή
αφθονία η [afθonía] Ο25 : ποσότητα πραγμάτων μεγαλύτερη από όση χρειάζεται· υπερεπάρκεια. ANT έλλειψη: ~ αγαθών / από αγαθά. ~ υλικών μέσων. Yπάρχω σε ~, αφθονώ. Tο τελευταίο καλοκαίρι είχαμε ~ από φρούτα. H κοινωνία της αφθονίας, η καταναλωτική κοινωνία.

[λόγ. < αρχ. ἀφθονία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες