Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αφαιρετικός -ή -ό [aferetikós] Ε1 : που αναφέρεται στην αφαίρεση: Aφαιρετική σκέψη / μέθοδος, που χρησιμοποιεί την αφαίρεση. Aφαιρετική ικανότητα του νου.
αφαιρετικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀφαιρετικός `κατάλληλος για να απομακρύνει΄ σημδ. γαλλ. soustractif]