Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αφαίρεση η [aféresi] Ο33 : I.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αφαιρώ. 1. μία από τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής: Tο υπόλοιπο της αφαίρεσης. Tο «μείον» (-) είναι το σύμβολο της αφαίρεσης. Έκανε λάθος στην ~. 2. απόσπαση ενός πράγματος από εκεί που είναι τοποθετημένο ή προσαρμοσμένο: ~ του γύψου από το σπασμένο χέρι. ~ του πώματος από το μπουκάλι. || (για όργανα του σώματος): ~ σκωληκοειδίτιδας. 3. στέρηση κάποιου από κτ. που έχει (αγαθό, δικαίωμα, χρήματα κτλ.): ~ λόγου / των πολιτικών δικαιωμάτων / της άδειας οδήγησης. ~ χρημάτων, κλοπή. 4. σκόπιμη παράλειψη, διαγραφή κάποιου κομματιού από ένα κείμενο λόγου: H ~ της τελευταίας παραγράφου ήταν αναγκαία. 5. (γραμμ.) η αποβολή του αρχικού φωνήεντος μιας λέξης (π.χ. αγελάδα > γελάδα). ~ στη συμπροφορά (π.χ. που ΄ναι, θα ΄χει). II1. (φιλοσ.) η εκούσια ή ακούσια συγκέντρωση της προσοχής σε ορισμένα μόνο στοιχεία μιας παράστασης ή ιδέας (θετική αφαίρεση) και ο παραμερισμός των υπολοίπων (αρνητική αφαίρεση): H ~ διαφέρει από την ανάλυση κατά το ότι η τελευταία εξετάζει εξίσου όλα τα στοιχεία που αναλύει. H ~ απομονώνει με τη σκέψη αυτό που δεν μπορεί να αφομοιώσει. 2. καλλιτεχνικό ρεύμα του εικοστού αιώνα· αφηρημένη τέχνη.
[λόγ.: I: αρχ. ἀφαίρε(σις) -ση (Ι5: ελνστ. σημ.)· II1: & σημδ. γαλλ. abstraction· II2: σημδ. γαλλ. abstraction]