Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφέψημα
1 εγγραφή
αφέψημα το [afépsima] Ο49 : (λόγ.) γενική ονομασία για παρασκευάσματα από φυτικές ουσίες βρασμένες σε νερό, που πίνονται ζεστά (π.χ. τσάι, καφές, χαμομήλι κτλ.).

[λόγ. < ελνστ. ἀφέψημα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες