Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτόχθων -ων -ον [aftóxθon] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) ANT ετερόχθων. α. που γεννήθηκε και κατοικεί στον ίδιο τόπο με τους προγόνους του, που ούτε ο ίδιος ούτε οι πρόγονοί του ήρθαν από άλλο τόπο· ιθαγενής, ντόπιος: Aυτόχθονες κάτοικοι / πληθυσμοί. || (ως ουσ.) ο αυτόχθων. β. που γεννήθηκε, αναπτύχθηκε και υπάρχει στον ίδιο τόπο: Aυτόχθονες αντιλήψεις.
[λόγ. επίθ. < αρχ. ουσ. αὐτόχθων]