Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοϊκανοποίηση
1 εγγραφή
αυτοϊκανοποίηση η [aftoikanopíisi] Ο33 : α.συναίσθημα ικανοποίησης για δικές μας πράξεις και επιτυχίες. β. αυνανισμός.

[λόγ. αυτο- + ικανοποίη(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. self-satisfaction]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες