Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτοτέλεια η [aftotélia] Ο27 : η κατάσταση και η ιδιότητα του αυτοτελούς: Πλήρης / σχετική ~. Tα συναισθήματα διατηρούν την αυτοτέλειά τους ακόμα και όταν συνενώνονται σε ένα ενιαίο ψυχικό φαινόμενο. H ~ των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων.
[λόγ. < ελνστ. αὐτοτέλεια]