Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτοκριτική η [aftokritikí] Ο29 : η κριτική που κάνει κάποιος για τις δικές του πράξεις, ιδίως τις παραλείψεις ή τα σφάλματα: Είχε το θάρρος και την εντιμότητα να κάνει δημόσια την ~ του.
[λόγ. < γαλλ. autocritique < auto- = αυτο- + critique = κριτική]