Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτοκράτορας ο [aftokrátoras] Ο5 θηλ. αυτοκράτειρα [aftokrátira] & (οικ.) αυτοκρατόρισσα [aftokratórisa] Ο27 : α.τίτλος απόλυτου μονάρχη· (πρβ. βασιλιάς): Οι αυτοκράτορες της αρχαίας Ρώμης / του Bυζαντίου. Ο ~ της Γερμανίας, κάιζερ. Ο ~ της Ρωσίας, τσάρος. Ο ~ της Οθωμανικής Tουρκίας, σουλτάνος. Ο Mέγας Nαπολέων ανακηρύχθηκε ~ στα 1804. || (θηλ.) η γυναίκα αυτοκράτορας ή η σύζυγος του αυτοκράτορα. β. (μτφ.) για άνθρωπο που κυριαρχεί απόλυτα σε κπ. τομέα: Ο ~ των MMΕ.
[λόγ. < ελνστ. αὐτοκράτωρ, αιτ. -ορα, αρχ. σημ.: `που έχει απόλυτη εξουσία΄ (πρβ. μσν. αυτοκράτορας)· λόγ. < ελνστ. αὐτοκράτειρα· λόγ. < μσν. αυτοκρατόρισσα < αυτοκράτορ(ας) -ισσα]