Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτογνωσία η [aftoγnosía] Ο25 : η γνώση του εαυτού μας, του χαρακτήρα μας, των αδυναμιών ή των δυνατοτήτων μας, των ελαττωμάτων ή των προτερημάτων μας· αυτεπίγνωση: H διαφύλαξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εθνική μας ~.
[λόγ. < γαλλ. autognosie < auto- = αυτο- + αρχ. γνῶσ(ις) -ie = -ία (διαφ. το ελνστ. αὐτογνῶσις `απόλυτη γνώση΄)]