Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυγό
21 εγγραφές [1 - 10]
αυγό το [avγó] Ο38 : 1.το οργανικό σώμα που αναπτύσσεται στα γεννητικά όργανα ορισμένων θηλυκών ζώων και περιέχει το αναπαραγωγικό σπέρμα: Tα αυγά των πτηνών / των ψαριών / των ερπετών / των εντόμων. 2. (ειδικότ.) τα αυγά των πουλιών που έχουν σκληρό προστατευτικό κέλυφος και συνήθ. το αυγό της κότας που είναι μια από τις κυριότερες τροφές του ανθρώπου: Aυγά κότας / πέρδικας. H κότα γεννάει / κλωσά αυγά. Aυγά φρέσκα / ημέρας / πτηνοτροφείου. Δίκροκο ~. Aυγά βραστά / τηγανητά / μελάτα / σφιχτά / μάτια / ομελέτα. Tο Πάσχα βάφουμε / τσουγκρίζουμε κόκκινα αυγά. ΦΡ σιγά τ΄ αυγά / τα ωά: (ειρ.) α. για κπ. που κινείται, περπατά πολύ αργά και με υπερβολική προσοχή. β. για να μετριάσουμε την υπερβολή σε κτ. που ακούμε. σιγά! μη σπάσεις τ΄ αυγά, (ειρ.) για κπ. που κινείται, περπατά πολύ αργά και με υπερβολική προσοχή. ακόμα δε βγήκε από τ΄ ~, για νέο που έχει, δείχνει συμπεριφορά αταίριαστη με την απειρία της ηλικίας του. χάνω τ΄ αυγά και τα πασχάλια / καλάθια, βρίσκομαι σε μεγάλη αμηχανία, σύγχυση διανοητική κτλ. ή καταστρέφομαι ολοκληρωτικά. κάθομαι στ΄ αυγά μου, δεν ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις. η κότα που γεννάει τα χρυσά αυγά, η πηγή από όπου αντλεί κάποιος άκοπα σημαντικό οικονομικό όφελος. τι γελάς; αυγά σου καθαρίζουν;, (ειρ.) για όποιον γελά χωρίς λόγο ή για κτ. εντελώς ασήμαντο. ρούφα τ΄ ~ σου!, μη μιλάς, μην ανακατεύεσαι. το ~ του Kολόμβου, για κτ. που, ενώ φαίνεται ακατόρθωτο, μπορεί να γίνει με απλούστατο και ευκολότατο τρόπο. δε γίνεται ομελέτα* χωρίς αυγά. 3. για ομοίωμα αυγού ή για αντικείμενο που έχει σχήμα αυγού: Σοκολατένια αυγά. Ξύλινο ~. 4. (λαϊκ.) οι όρχεις του ανθρώπου: Nα πρηστούν τ΄ αυγά σου. αυγουλάκι το YΠΟKΟΡ. αυγουλάρα η MΕΓΕΘ.

[αρχ. ᾠόν `αυγό΄ πληθ. τά ᾠά > *ταωγά με ανάπτ. μεσοφ. [γ] για αποφυγή της χασμ. > * [tawγa] (τροπή του [o] σε ημίφ. για αποφυγή της χασμ.) > μσν. ταυγά (τροπή του ημιφ. σε [v] πριν από ηχηρό σύμφ.), ανασυλλ. [t-avγa] και νέος εν. το αυγό· αυγούλ(ι < αυγ(ό) -ούλι) -άκι· αυγούλ(ι) -άρα]

αυγοειδής -ής -ές [avγoiδís] Ε10 : (κυρ. για στερεό σώμα αλλά και για επίπεδο σχήμα) που έχει σχήμα αυγού (κότας)· αυγόσχημος, αυγουλωτός.

[λόγ. αυγ(ό) -ο- + -ειδής μτφρδ. του αρχ. ᾠοειδής (διαφ. το ελνστ. αὐγοειδής `που έχει τη φύση του φωτός΄)]

αυγοθήκη η [avγοθíki] Ο30 : θήκη για την τοποθέτηση αυγών: Επιτραπέζια ~, αυγουλιέρα. H ~ του ηλεκτρικού ψυγείου.

[λόγ. αυγ(ό) -ο- + -θήκη]

αυγοκόβω [avγokóvo] Ρ4α μππ. αυγοκομμένος : βάζω σε ένα φαγητό αυγολέμονο: ~ τη σούπα / τους ντολμάδες. Aυγοκομμένη σάλτσα.

[αυγ(ό) -ο- + κόβω]

αυγολέμονο το [avγolémono] Ο41 : (μαγειρ.) μείγμα από αυγά χτυπημένα με χυμό λεμονιού: Σούπα (με) ~.

[αυγ(ό) -ο- + λεμόν(ι) -ο]

αυγόσχημος -η -ο [avγósximos] Ε5 : που έχει το σχήμα αυγού (κότας)· αυγοειδής, αυγουλωτός.

[λόγ. αυγ(ό) -ο- + -σχημος μτφρδ. αρχ. ᾠοειδής]

αυγοτάραχο το [avγotáraxo] Ο41 : ωοθήκη ψαριού, ιδίως κέφαλου, τυλιγμένη με λεπτό στρώμα κεριού για να συντηρείται, ως έδεσμα: ~ Mεσολογγίου· (πρβ. χαβιάρι).

[μσν. αυγοτάραχο < αυγ(ό) -ο- + αρχ. τάριχος ὁ `καπνιστό ψάρι΄, μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ. και ίσως προχωρ. αφομ. [a-i > a-a] ]

αυγότσοφλο το [avγótsoflo] Ο41 : το τσόφλι, το κέλυφος του αυγού.

[αυ γ(ό) -ο- + τσόφλ(ι) -ο]

αυγουλάδικο το [avγuláδiko] Ο41 : (προφ.) το μαγαζί του αυγουλά.

[αυγουλ(άς) -άδικο]

αυγουλάς ο [avγulás] Ο1 θηλ. αυγουλού [avγulú] Ο37 : ο πωλητής αυγών.

[αυγούλ(ι δες στο αυγό) -άς· αυγουλ(άς) -ού]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες