Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυγοτάραχο το [avγotáraxo] Ο41 : ωοθήκη ψαριού, ιδίως κέφαλου, τυλιγμένη με λεπτό στρώμα κεριού για να συντηρείται, ως έδεσμα: ~ Mεσολογγίου· (πρβ. χαβιάρι).
[μσν. αυγοτάραχο < αυγ(ό) -ο- + αρχ. τάριχος ὁ `καπνιστό ψάρι΄, μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ. και ίσως προχωρ. αφομ. [a-i > a-a] ]