Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατσαλιά
1 εγγραφή
ατσαλιά η [atsalá] Ο24 : ατσαλοσύνη, τσαπατσουλιά.

[άτσαλ(ος) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες