Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατσίδα
2 εγγραφές [1 - 2]
ατσίδα η [atsíδa] Ο26 : (προφ., για πρόσ.) πολύ έξυπνος, ικανός, πανούρ γος· ατσίδας: Σου είναι μια ~ ο φίλος μας!, ξεφτέρι.

[μσν. *ατσίδα (πρβ. μσν. ατσίδι) `νυφίτσα΄ < ελνστ. ἰκτίς, αιτ. -ίδα με ισχυροπ. της άρθρ. [kti > tsi] (σύγκρ. γαλακτίδα > γαλατσίδα) και τροπή του αρχικού [i > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-its > mia-ts > mi-ats]

ατσίδας ο [atsíδas] Ο2 : (προφ., συνήθ. για άντρα) πολύ έξυπνος, ικανός, πανούργος· ατσίδα: Είναι ~ στη δουλειά του, ξεφτέρι.

[ατσίδ(α) -ας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες