Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ατομικός 1 -ή -ό [atomikós] Ε1 : που αναφέρεται ή που ανήκει σε ένα άτομο και όχι στο σύνολο: Aτομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Aτομικές ελευθερίες. Aτομική ιδιοκτησία, ιδιωτική, προσωπική. Aτομικές ενέργειες / προσπάθειες. ANT συλλογικός. Aτομικό συμφέρον. Aτομική πρωτοβουλία, ιδιωτική. Aτομική περίπτωση, ιδιαίτερη, συγκεκριμένη. || Aτομική ψυχολογία, που μελετά τις ψυχολογικές διαφορές που διακρίνουν τα άτομα. || (στρατ.): ~ οπλισμός, ο προσωπικός οπλισμός κάθε στρατιωτικού. Aτομικό όπλο, το προσωπικό όπλο κάθε στρατιωτικού. || (λογ.): Aτομική έννοια, που αναφέρεται σε ένα μόνο αντικείμενο. Aτομική κρίση, της οποίας το κατηγορούμενο αναφέρεται σε ένα μόνο υποκείμενο.
ατομικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. άτομ(ον) 1 -ικός μτφρδ. γαλλ. individuel, personnel]
- ατομικός 2 -ή -ό : που αναφέρεται στο άτομο της ύλης: Aτομική θεωρία. Οι ατομικοί φιλόσοφοι της αρχαιότητας. Aτομικό βάρος. ~ όγκος / αριθμός*. || (ειδικότ.) πυρηνικός: Aτομική φυσική / ενέργεια / βόμβα. ~ αντιδραστήρας / πόλεμος / επιστήμονας. Aτομικό εργοστάσιο / υποβρύχιο.
[λόγ. < γαλλ. atomique < atom(e) = άτομ(ον) 2 -ique = -ικός]