Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασχημόπαπο το [asximópapo] & ασκημόπαπο το [as
imópapo] Ο41 : συνήθ. ως χαρακτηρισμός παιδιού ή νεαρής γυναίκας άσχημης, αλλά συμπαθητικής και χαριτωμένης. [ασχημο-, ασκημο- + παπ(ί) -ο]