Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασφυξία η [asfiksía] Ο25 : 1.παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από επιβράδυνση ή παύση της αναπνοής και έχει ως συνέπεια τη διακοπή της τροφοδοσίας του οργανισμού με οξυγόνο: ~ από έλλειψη αέρα / εισπνοή δηλητηριωδών αερίων. Aίτια / συμπτώματα της ασφυξίας. Θάνατος από ~. 2. (μτφ.) πολύ δυσάρεστη αίσθηση εγκλεισμού, περιορισμού ή αποτελμάτωσης.
[λόγ. < ελνστ. ἀσφυξία `σταμάτημα του σφυγμού΄ σημδ. γαλλ. asphyxie (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἀσφυξία]