Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αστυνόμος ο [astinómos] Ο18 : βαθμός αξιωματικού της αστυνομίας: ~ A', βαθμός ανώτερου αξιωματικού της αστυνομίας, ανώτερος από τον αστυνόμο B' και κατώτερος από τον αστυνομικό υποδιευθυντή, αντίστοιχος με τον ταγματάρχη του στρατού ξηράς. ~ B', βαθμός κατώτερου αξιωματικού της αστυνομίας, ανώτερος από τον υπαστυνόμο A' και κατώτερος από τον αστυνόμο A', αντίστοιχος με το λοχαγό του στρατού ξηράς. || Επικεφαλής των αστυφυλάκων ήταν ένας ~. || (επέκτ.) απλός αστυνομικός ή βαθμοφόρος και ιδίως διοικητής αστυνομικού τμήματος ή σταθμού χωροφυλακής: Ο ~ του χωριού.
[λόγ. < αρχ. ἀστυνόμος `αξιωματούχος για τη δημόσια ασφάλεια΄]