Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αστραπιαίος -α -ο [astrapiéos] Ε4 : που γίνεται με μεγάλη ταχύτητα, πολύ γρήγορα: Aστραπιαίες ενέργειες / κινήσεις. Mε αστραπιαία κίνηση τράβηξε το πιστόλι του.
αστραπιαία ΕΠIΡΡ: Ενήργησε / κινήθηκε ~. Πέρασε ~ από μπροστά μου. [λόγ. αστραπ(ή) -ιαίος απόδ. γερμ. blitzschnell (διαφ. το αρχ. ἀστραπαῖος `της αστραπής΄)]