Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστακός
1 εγγραφή
αστακός ο [astakós] Ο17 : μεγάλο δεκάποδο μαλακόστρακο, που τα μπροστινά του πόδια καταλήγουν σε μεγάλες δαγκάνες και του οποίου το πιο γνωστό είδος, που ψαρεύεται για το εκλεκτό του κρέας, ζει στη θάλασσα: Kαθίσαμε σε μια ψαροταβέρνα δίπλα στη θάλασσα και φάγαμε αστακό. (έκφρ.) κόκκινος σαν ~, κατακόκκινος, όπως γίνεται ο αστακός όταν βράσει: Έγινε κόκκινος σαν ~ από το θυμό του / από την ντροπή του. ΦΡ είναι κάποιος οπλισμένος / αρματωμένος σαν ~, για κπ. που είναι πολύ καλά οπλισμένος.

[αρχ. ἀστακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες