Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αστάθεια η [astáθia] Ο27 : έλλειψη σταθερότητας. 1. η κατάσταση ενός σώματος που δεν έχει σταθερή ισορροπία. ANT ευστάθεια: Έχει ~ στο βάδισμα. H κακή κατανομή του βάρους προκαλεί ~ στο όχημα / στο πλοίο. 2. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από συνεχείς αλλαγές ή διακυμάνσεις: Tην άνοιξη η ~ του καιρού είναι σύνηθες φαινόμενο. H ~ των τιμών. Πολιτική ~, για συχνές κυβερνητικές ή καθεστωτικές αλλαγές. Συναισθηματική ~, συχνές μεταβολές από μια συναισθηματική κατάσταση σε άλλη αντίθετη. H ~ του χαρακτήρα του δε σου δημιουργεί αίσθημα εμπιστοσύνης.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀστάθεια· 2: κατά τη σημ. του ασταθής2]