Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασπρόρουχο
2 εγγραφές [1 - 2]
ασπρόρουχο το [aspróruxo] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : 1.σύνολο από σεντόνια, μαξιλαροθήκες, πετσέτες και άλλα λευκά είδη από βαμβάκι ή λινό. 2. εσώρουχα, συνήθ. λευκά.

[ασπρο- + ρούχο]

ασπρορουχού η [asproruxú] Ο37 : (παρωχ.) μοδίστρα που έραβε ασπρόρουχα.

[ασπρόρουχ(ο) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες