Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασκητικός -ή -ό [askitikós] Ε1 : α.που ανήκει, που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε ασκητή: H ασκητική ζωή, η ζωή του ασκητή και με επέκταση, πολύ λιτή ζωή. Aσκητική φυσιογνωμία / ασκητικό πρόσωπο, το αδύνατο και με φανερά τα σημάδια της στέρησης πρόσωπο του ασκητή και με επέκταση, λεπτό και εξαϋλωμένο πρόσωπο. Zει σε ένα ασκητικό δωμάτιο, πολύ απλό, φτωχικό. || (ως ουσ.) η ασκητική, ασκητική ζωή, ασκητισμός. β. (μτφ., για πρόσ.) που ζει ασκητική, πολύ λιτή ζωή: Είναι πολύ ~.
ασκητικά ΕΠIΡΡ: Zει ~, σαν ασκητής. [λόγ. < ελνστ. ἀσκητικός, αρχ. σημ.: `που κάνει αθλητική εξάσκηση΄]