Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασκητής ο [askitís] Ο7 θηλ. ασκήτρια [askítria] Ο27 : 1.ερημίτης, μοναχός που ζει απομονωμένος, σε τόπο έρημο από ανθρώπους, και υποβάλλει τον εαυτό του σε στερήσεις για να πετύχει την πνευματική τελείωση: Οι ασκητές ζουν με νηστεία και προσευχή. 2. (μτφ.) για κπ. που ζει σαν ασκητής, λιτά, χωρίς υλικές απολαύσεις.
[1: ελνστ. ἀσκητής, αρχ. σημ.: `που κάνει εξάσκηση΄· 2: σημδ. γαλλ. ascète (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἀσκητής· λόγ. < ελνστ. ἀσκήτρια]