Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασίκης
1 εγγραφή
ασίκης ο [asíkis] Ο11 θηλ. ασίκισσα [asíkisa] Ο27α : (λαϊκ.) λεβέντης, παλικάρι. || παλικαράς.

[τουρκ. aşιk `ερωτευμένος, λαϊκός τραγουδιστής΄ (από τα αραβ.) -ης· ασίκ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες