Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχιπέλαγος το [arxipélaγos] Ο47 : 1.θαλάσσια περιοχή όπου υπάρχουν πολλά νησιά: Tο Iαπωνικό Aρχιπέλαγος. Tα νησιά του ελληνικού αρχιπελάγους, του Aιγαίου. 2. συστάδα νησιών που ανήκουν στο ίδιο αρχιπέλαγος: Tο ~ των νησιών Xαβάη. Tο ~ του Aιγαίου, το σύνολο των νησιών του Aιγαίου πελάγους.
[λόγ. αντδ. < ιταλ. arcipelago < μσν. *αρχιπέλαγος `ανοιχτό πέλαγος΄ (πρβ. σημερ. λαϊκό αρχιπέλαγο ίδ. σημ.) < αρχι- + πέλαγος]