Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχηγέτης
1 εγγραφή
αρχηγέτης ο [arxijétis] Ο10 θηλ. αρχηγέτιδα [arxijétiδa] Ο28 : 1.(ιστ.) ο ιδρυτής, ο οικιστής μιας πόλης· γενάρχης. 2. ο ηγεμόνας, ο αρχηγός.

[λόγ. < αρχ. ἀρχηγέτης· λόγ. < αρχ. ἀρχηγέτις, αιτ. -ιδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες