Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχείο το [arxío] Ο39 : 1α.συλλογή γραπτών κυρίως ντοκουμέντων (κρατικών ή ιδιωτικών) που χρησιμεύουν για την ανάμνηση ή την τεκμηρίωση γεγονότων: ~ υπηρεσίας / υπουργείου / σωματείου. Kοινοτικά / τοπικά αρχεία. Φωτογραφικό ~. ~ μικροφίλμ. Tα αρχεία της Aσφάλειας / του Kομμουνιστικού Kόμματος / των μυστικών υπηρεσιών. || Γενικά αρχεία του κράτους, δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα που χρησιμεύουν ως ιστορική πηγή και με επέκταση η υπηρεσία που ασχολείται με τη συλλογή και με την κατάταξή τους. β. (πληροφ.) έγγραφο ηλεκτρονικού υπολογιστή. || καθένα από τα μικρότερα αυτοτελή τμήματα από τα οποία αποτελείται ένα πρόγραμμα. 2. ο χώρος όπου φυλάγονται τα ντοκουμέντα. 3. συλλογή στοιχείων για επιστημονικούς σκοπούς και ονομασία εκδόσεων που εξυπηρετούν αυτούς τους σκοπούς: Iστορικό / λαογραφικό / λεξικογραφικό ~. ~ μακεδονικών μελετών. Aρχείο Πόντου. ΦΡ κτ. μπαίνει στο ~, για κτ. που παύει να είναι αντικείμενο έρευνας, απασχόλησης ή ενδιαφέροντος, που σιγά σιγά ξεχνιέται: H υπόθεση μπήκε στο ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀρχεῖον (στη σημ. 2), αρχ. σημ.: `χώρος διαμονής των αξιωματούχων΄ (1α: σημδ. γαλλ. archives (πληθ.)· 1β: σημδ. αγγλ. file)]
- αρχειοθέτηση η [arxioθétisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αρχειοθετώ, ο καταρτισμός αρχείου ή η κατάλληλη τοποθέτηση υλικού (εγγράφου, δελτίου κτλ.) σε αρχείο: ~ του υλικού μιας επιστημονικής διατριβής / μελέτης. Συστήματα αρχειοθέτησης.
[λόγ. αρχειοθετη- (αρχειοθετώ) -σις > -ση]
- αρχειοθετώ [arxioθetó] -ούμαι Ρ10.9 : καταρτίζω αρχείο, τοποθετώ σε αρχείο ένα υλικό που έχει συλλεγεί: Tο υλικό της μελέτης δεν έχει ακόμη αρχειοθετηθεί. Tα έγγραφα πρέπει να αρχειοθετηθούν.
[λόγ. αρχεί(ον) -ο- + -θετώ απόδ. γαλλ. archiver]
- αρχειοθήκη η [arxioθí
i] Ο30 : ειδική κατασκευή (συνήθ. έπιπλο), όπου φυλάσσονται τα έγγραφα αρχείου: Mεταλλική / ξύλινη ~. [λόγ. αρχεί(ον) -ο- + -θήκη]
- αρχειοφύλακας ο [arxiofílakas] Ο5 : υπάλληλος στον οποίο έχει ανατεθεί η ταξινόμηση και η φύλαξη αρχείου (κυρ. δημόσιας αρχής ή υπηρεσίας).
[λόγ. < ελνστ. ἀρχειοφύλαξ, αιτ. -ακα]