Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχαιολογία η [arxeolojía] Ο25 : 1.επιστήμη που ασχολείται με την έρευνα και με τη μελέτη της ζωής και της δραστηριότητας ανθρώπων που έζησαν σε παλαιότερες εποχές, όπως αυτή εμφανίζεται από τα ευρήματα μνημείων της τέχνης και των προϊόντων της ανθρώπινης εργασίας: Bυζαντινή / κλασική / προϊστορική / χριστιανική / υποβρύχια ~. Tμήμα Iστορίας και Aρχαιολογίας του AΠΘ. 2. (προφ., με περιπαικτική διάθεση) α. πρόσωπο πολύ μεγάλης ηλικίας. β. αντικείμενο παλιό και εκτός μόδας. γ. πρόσωπο με παλιές, ξεπερασμένες αντιλήψεις.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀρχαιολογία `σύγγραμμα με παλιές ιστορίες΄ σημδ. γαλλ. archéologie < αρχ. ἀρχαιολογία· 2: & σημδ. γαλλ. antique]