Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχαΐζω
2 εγγραφές [1 - 2]
αρχαΐζω [arxaízo] Ρ2.1α : μιμούμαι τους αρχαίους (στα ήθη, στην τέχνη, στην έκφραση κ.ά.). || (ειδικότ.) μεταχειρίζομαι τρόπους έκφρασης (λέξεις, φράσεις, τύπους, συντάξεις) απαρχαιωμένους, ξεπερασμένους: Ο συγγραφέας / ο ποιητής αρχαΐζει.

[λόγ. < ελνστ. ἀρχαΐζω]

αρχαΐζων -ουσα -ον [arxaízon] Ε12 : που αρχαΐζει, ιδίως ως προς την έκφραση, που χρησιμοποιεί αρχαϊσμούς: Aρχαΐζον ύφος. Aρχαΐζουσα γλώσσα και ως ουσ. η αρχαΐζουσα, γλώσσα που μιμείται την αρχαία ως προς τη μορφολογία, τη σύνταξη, το λεξιλόγιο κτλ. || Aρχαΐζοντες συγγραφείς, που χρησιμοποιούν την αρχαΐζουσα.

[λόγ. μεε. του αρχαΐζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες