Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρρυθμία η [ariθmía] Ο25 : α.έλλειψη ή διαταραχή του ρυθμού. ANT ευρυθμία. || (ιατρ.): Kαρδιακή ~, διαταραχή της συχνότητας των καρδιακών συστολών. Aναπνευστική ~, διαταραχή του κανονικού ρυθμού αναπνοής. β. (μουσ.) η έλλειψη ρυθμού ή αρμονίας.
[λόγ.: α: αρχ. ἀρρυθμία· β: ελνστ. σημ.]