Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρμυρίκι το [armiríki] & αλμυρίκι το [almiríki] Ο44 : κοινή ονομασία για διάφορα φυτά που ευδοκιμούν κοντά στη θάλασσα.
[ίσως αρχ. μυρίκη παρετυμ. αρμυριά και τροπή σε ουδ. με βάση την ομόηχη κατάλ.· λόγ. επίδρ. στο αρμυρίκι]