Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρμοστής ο [armostís] Ο7 : 1.ανώτατος αξιωματούχος με δικαιοδοσία κυβερνήτη σε χώρες κατεχόμενες, ημιαυτόνομες ή προστατευόμενες: Ο ~ της Σμύρνης. Ο Άγγλος ~ των Επτανήσων. Ο ύπατος ~ της Kρήτης. || Ύπατος Aρμοστής του ΟHΕ. 2. (ιστ.) α. Σπαρτιάτης διοικητής σε υποτελείς ή κατεχόμενες πόλεις. β. Ρωμαίος διοικητής επαρχίας.
[λόγ. < αρχ. ἁρμοστής (στη σημ. 2)]