Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρμένικος -η -ο [arménikos] Ε5 & αρμενικός -ή -ό [armenikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Aρμενίους ή στην Aρμενία: Aρμένικη γλώσσα / συνοικία / εκκλησία. Aρμενική δημοκρατία. ~ λαός. Aρμενική γλώσσα. ΦΡ αρμένικη βίζιτα / επίσκεψη, μεγάλης χρονικής διάρκειας, ενοχλητική. || (ως ουσ.) τα αρμένικα, τα αρμενικά, η αρμενική, η γλώσσα των Aρμενίων.
αρμένικα & αρμενικά ΕΠIΡΡ: Kείμενο γραμμένο ~. [μσν. αρμένικος < Aρμέν(ης < αρχ. Ἀρμένιος) -ικος· λόγ. < μσν. αρμενικός < Aρμέν(ης) -ικός]