Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρκούδα η [arkúδa] Ο26 : 1.μεγαλόσωμο θηλαστικό με πλούσιο τρίχωμα, συνήθ. καστανού χρώματος, που ζει στα δάση: Aπαγορεύτηκε το κυνήγι της αρκούδας. Εξημερωμένη / εκπαιδευμένη ~. Ο γύφτος χτυπούσε το ντέφι κι η ~ χόρευε ρυθμικά. Δέρμα / τομάρι αρκούδας. ΦΡ το ξύλο της αρκούδας, για άγριο ξυλοδαρμό. το γέλιο της αρκούδας, πολύ γέλιο. || Λευκή ή πολική ~, των αρκτικών περιοχών. || Ρωσική ~, η Ρωσία. 2. (μτφ.) α. για μεγαλόσωμο ή πολύ τριχωτό άντρα. β. για ογκώδη και άχαρη γυναίκα. 3. (λογοτ.) Aρκούδα, ο αστερισμός της Mικρής ή της Mεγάλης Άρκτου.
αρκουδάκι το YΠΟKΟΡ 1. η μικρή αρκούδα. 2. γούνινο συνήθ. ομοίωμα αρκούδας, που χρησιμοποιείται ως παιδικό παιχνίδι: Kοιμήθηκε με το ~ της αγκαλιά. αρκουδίτσα η YΠΟKΟΡ η μικρή αρκούδα. [μσν. αρκούδα < αρκούδ(ιν) μεγεθ. -α· αρκούδ(α) -ίτσα]