Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αριστοκρατία η [aristokratía] Ο25 : 1.(ιστ.) πολίτευμα στο οποίο την εξουσία κατείχε και ασκούσε μια μειοψηφία ευγενών ή πλουσίων: H ~ και η δημοκρατία είναι αντίπαλα πολιτεύματα. 2. η κοινωνική τάξη των ευγενών ή και των πλουσίων και αυτοί που ανήκουν σ΄ αυτή την τάξη: H ~ του πλούτου. Έκανε λεφτά και μπήκε στους κύκλους της αριστοκρατίας. || Εργατική ~, προνομιούχα ή υψηλόμισθα στρώματα εργαζομένων. || (ειρ.): Aυτός είναι βαριά / ψηλή ~, καλομαθημένος, ακατάδεχτος. || ~ του πνεύματος, κάστα διανοουμένων με υψηλή μόρφωση, καλλιέργεια.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀριστοκρατία· 2: σημδ. γαλλ. aristocratie (στη νέα σημ.) < λατ. aristocratia < αρχ. ἀριστοκρατία]