Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απόκτηση η [apóktisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκτώ: ~ περιουσίας / φήμης / αξίας / δόξας. H ~ χρημάτων και υλικών αγαθών δε φέρνει αυτόματα την ευτυχία. || ~ παιδιών, η γέννηση παιδιών.
[λόγ. αποκτη- (αποκτώ) -σις > -ση (διαφ. το ελνστ. ἀπόκτησις `απώλεια΄)]