Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απόκοσμος -η -ο [apókozmos] Ε5 : 1.που φαίνεται ότι δε σχετίζεται και ιδίως ότι δεν προέρχεται από το δικό μας κόσμο αλλά από κπ. άλλο: Aπόκοσμη μελωδία / μουσική. Bυζαντινές τοιχογραφίες με απόκοσμες μορφές αγίων. || πολύ παράξενος, μυστηριώδης: Aπόκοσμη φωνή. 2. (για πρόσ.) που βρίσκεται στο δικό του κόσμο, απομονωμένος και απόμακρος από τον κοινωνικό περίγυρο: Είναι ~ και απροσπέλαστος.
απόκοσμα ΕΠIΡΡ. [λόγ. απο- κόσμ(ος) -ος]