Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόδειπνο
1 εγγραφή
απόδειπνο το [apóδipno] Ο41 : (εκκλ.) ακολουθία που τελείται μετά το δείπνο: Mικρό / μέγα ~.

[λόγ. < μσν. απόδειπνον < απο- δείπνον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες