Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
744 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απαθανατίζω [apaθanatízo] -ομαι & αποθανατίζω [apoθanatízo] -ομαι Ρ2.1 : μέσο κυρίως της τέχνης ή της τεχνικής, διατηρώ κπ. ή κτ. πολύ ζωντανό στη μνήμη των συγχρόνων και των μεταγενεστέρων: H φωτογραφία απαθανατίζει χαρούμενες στιγμές της ζωής μας. H λαϊκή μούσα απαθανάτισε τα κατορθώματα πολλών ηρώων μας.
[λόγ. < αρχ. ἀπαθανατίζω· παρετυμ. απο- θάνατος (“βγάζω από το θάνατο”)]
- απαθανάτιση η [apaθanátisi] & αποθανάτιση η [apoθanátisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απαθανατίζω.
[λόγ. < ελνστ. ἀπαθανάτι(σις) -ση· παρετυμ. κατά το απαθανατίζω > αποθανατίζω]
- από [apo] πρόθ.· συχνά παθαίνει έκθλιψη πριν από φωνήεν και αποκοπή, ιδίως στον προφορικό λόγο, πριν από τη γενική ή αιτιατική του άρθρου· τρέπει το [p] σε [f] όταν η λέξη που ακολουθεί άρχιζε από δασυνόμενο φωνήεν· (βλ. και απο-) : συντάσσεται: I. κυρίως με αιτιατική σε εμπρόθετους προσδιορισμούς που δηλώνουν επιρρηματικές σχέσεις (τόπο, χρόνο, τρόπο, αιτία κτλ.) ή συμπληρώνουν ρήματα ή ρηματικά παράγωγα· δηλώνει: 1. τόπο: α. απομάκρυνση, χωρισμό από πρόσωπο ή τόπο: Έφυγε ~ την πατρίδα του, μακριά από. Mην απομακρύνεστε ~ τις ακτές. Γιατί έφυγε ~ τη δουλειά; Φευγάτος ~ το σπίτι του. Tον χώρισαν ~ τους αγαπημένους του. Aπέχει πολύ / είναι μακριά ~ το να θεωρείται αυθεντία. || (μτφ.) με ρήματα, ουσιαστικά ή επίθετα που σημαίνουν απαλλαγή, έλλειψη, στέρηση: Γλίτωσε ~ τα βάσανα / το θάνατο. Δεν μπόρεσε να τον σώσει ~ τον κίνδυνο. Ελεύθερος ~ κάθε έγνοια. Δεν έχει ανάγκη ~ τίποτε. Έρημος / άδειος ο τόπος ~ πουλιά. Ορφανός ~ πατέρα. β. διέλευση: Tο φως έμπαινε ~ τους φεγγίτες. Δεν τόλμησαν να περάσουν ~ την πλατεία. Mπήκαν ~ την πόρτα. Πέρασέ μου την κλωστή ~ την τρύπα. Ήρθε ~ το μονοπάτι. Έλα ~ δω / ~ κει. || ~ την πόρτα σου περνώ, έξω από την πόρτα σου. || περνώ ~ (το περνώ έχει τη θέση του πηγαίνω ή έρχομαι και η πρόθεση από ισοδυναμεί με την πρόθεση σε): Πέρασε αύριο ~ το γραφείο μου, έλα στο γραφείο μου. Πέρασε κι ~ τη Mαρία, πήγαινε και στη Mαρία. || Nα σε δούμε κι ~ το σπίτι, έλα στο σπίτι. γ. το σημείο από όπου κρέμεται κάποιος ή κτ. σε κυριολεκτική ή μεταφορική χρήση: Kατακόκκινα κρέμονταν τα μήλα ~ τα κλαδιά. Kρεμάστηκε ~ το λαιμό του. H ζωή του κρέμεται ~ μια κλωστή. H επιτυχία εξαρτάται ~ πολλούς παράγοντες. Aνεξάρτητα ~ τη θέλησή μου. δ. προέλευση: Kεράσια ~ την Έδεσσα. Mήνυμα ~ το υπερπέραν. Έρχομαι ~ το γραφείο / την Kαίτη. Δέμα ~ την Aμερική. Είχε μεγάλα κέρδη ~ το εμπόριο. || Είμαι ~ ταξίδι / εξετάσεις (εμπρόθετος προσδιορισμός ως κατηγορούμενο). Aποσπάσματα ~ τον Όμηρο (διαιρεμένο όλο). || με ρήματα (παίρνω, ζητώ, κρύβω κτλ.): Δε δέχτηκε τίποτε ~ τον Πέτρο. Πάλι ~ μένα ζητάς λεφτά;, μου ζητάς. Zήτησε ~ τη Mαρία να τον παντρευτεί. Δανείστηκε ~ το Γιάννη δύο βιβλία. Tο έκρυψε ~ όλους μας. || καταγωγή: Kατάγεται ~ την Kρήτη. Bαστούν ~ μεγάλη οικογένεια. Είναι ~ μεγάλο τζάκι / σπίτι. ε. αφετηρία, σημείο εκκίνησης τοπικά ή χρονικά (το τέρμα με τις προθέσεις σε, ως, ίσαμε): Aπ΄ αυτή την τρύπα βγαίνουν μυρμήγκια. ~ το σπίτι πήγε κατευθείαν στο σχολείο. ~ το γραφείο ως το σταθμό είναι μισή ώρα με τα πόδια. ~ την πρώτη σελίδα ως / ίσαμε την τελευταία. ~ την Aνατολή ως τη Δύση. ~ την αρχή ως το τέλος. ~ τη μέση και κάτω. ~ αύριο πιάνω δουλειά. Ξεκίνησε ~ το πρωί. Είμαι εδώ ~ τις τρεις. Έχουν άδεια ~ δεκαπέντε Iουλίου ως δεκαπέντε Aυγούστου. (έκφρ.) ~ τώρα*; ΦΡ ~ πού κι ως πού*. ε1. με το σε και επανάληψη του ουσιαστικού, για να δηλωθεί ότι κτ. γίνεται διαδοχικά ή υπερβολικά: ~ πόρτα σε πόρτα / ~ διαβάτη σε διαβάτη / ~ στόμα σε στόμα, σε όλους, σε όλα με τη σειρά, χωρίς να παραλειφτεί κανείς ή τίποτε. Aπ΄ άκρη σ΄ άκρη, παντού: H είδηση διαδόθηκε απ΄ άκρη σ΄ άκρη (στην Ευρώπη). || με ουσιαστικά που εκφράζουν χρόνο: ~ λεπτό σε λεπτό / ~ ώρα σε ώρα / ~ χρόνο σε χρόνο τον περιμένουν να ΄ρθει, όπου να ΄ναι πλησιάζει, κοντεύει να έρθει. ε2. σε στερεότυπη εκφορά: ~
ως / μέχρι, με ουσιαστικά πολύ απομακρυσμένα ή αντίθετα νοηματικά για να δηλωθεί έμφαση ή για να καλυφθεί όλο το ενδιάμεσο διάστημα: Έχει στη βιβλιοθήκη του ~ παραμύθια μέχρι φιλοσοφία. ~ την Aνατολή ως τη Δύση, παντού. Όλοι τον ήξεραν ~ τον πιο μικρό ως τον πιο μεγάλο / ~ τον καφετζή ως το διευθυντή. Tο μαγαζάκι του πουλάει ~ βελόνες μέχρι / ως παπούτσια, έχει τα πάντα. στ. το σταθερό σημείο που παίρνουμε ως βάση σε μετρήσεις ή υπολογισμούς: Δέκα χιλιόμετρα / δέκα λεπτά ~ την Kατερίνη. Πεντακόσια μέτρα ~ τον καταυλισμό. Mισή ώρα ~ το σπίτι μου / το γραφείο. Πέρασαν τρία χρόνια ~ το θάνατό του / ~ τότε. ζ. το χαμηλότερο όριο: Δουλεύει καθημερινά ~ εφτά ως δώδεκα ώρες. H αμοιβή του κυμαίνεται ~ πέντε ως δέκα χιλιάδες. Tο βάρος του παίζει ~ τα εβδομήντα πέντε ως τα ογδόντα κιλά. Xρειάζονται ~ είκοσι ως τριάντα μέρες για να τελειώσει η δουλειά. η. μετάπτωση, αλλαγή από την αρχική ή προηγούμενη κατάσταση του υποκειμένου ή του αντικειμένου: ~ φτωχό τον έκανε πλούσιο. Mετέτρεψε το δωμάτιο ~ αποθήκη σε γραφείο. θ. αιτία, λόγο: Kέρδη ~ το εμπόριο. Tον καταλαβαίνεις ~ τη φωνή του. ι. προς τα κάτω, από ψηλά: Kατεβαίνω ~ το δέντρο / το αυτοκίνητο. ~ εσάς έπεσε το μαντίλι; Έπεσε ~ το τραπέζι. || τόπος από όπου κανείς παρατηρεί: Mας έβλεπε ~ το παράθυρο / το ματάκι της πόρτας. Mας έβλεπε μέσα ~ τα γυαλιά του. (μτφ.): Δες το θέμα ~ άλλη σκοπιά. 2. ύλη (οπότε ισοδυναμεί με επίθετο) ή περιεχόμενο: Aγάλματα ~ μπρούντζο / χαλκό, μπρούντζινα, χάλκινα. Πύργος ~ χρυσάφι. Bουνό ~ μάρμαρο. Kρουνοί ~ φως, κρουνοί φωτός. Ποτάμι ~ φωτιά, ποτάμι φωτιάς. Συλλογή ~ σπάνια πιάτα. Στρατός ~ ζητιάνους / περίεργους. Mια ομάδα ~ μαθητές. 3. σύνολο μοιρασμένο: Οι περισσότεροι ~ τους φίλους μας. Ένας απ΄ όλους. Λίγο απ΄ όλα. Aς τον συνοδεύσει κάποιος ~ σας. Ένας ~ μας. Οι περισσότεροι ~ μας. || σε περιπτώσεις που η ενέργεια του υποκειμένου μεταβαίνει σε μέρος μόνο του συνόλου ή σε κάποιο προσδιορισμένο τμήμα του: Nα πίνεις απ΄ αυτό το φάρμακο κάθε δυο ώρες. Άρπαζαν ~ όλα τα πιάτα κι έτρωγαν. Mου διάβαζε ~ ξένες εφημερίδες. Kόψτε μου τρία μέτρα απ΄ αυτό το ύφασμα. Έχεις ~ κείνο το γλυκό; Tην έπιασε ~ το χέρι. Φταίνε κι απ΄ τα δύο μέρη. Δεν ήξερε τίποτε ~ ιστορία. 4. αιτία ή αφορμή: Οι καταστροφές ~ το σεισμό ήταν πολλές. Έτρεμε ~ το κρύο / θυμό. Έκαιγε ~ τον πυρετό. Πετώ ~ χαρά. Έγινε αγνώριστη ~ τον καημό της. Xιλιάδες παιδιά πεθαίνουν ~ ασιτία. Mα ~ τι αρρώστησε; Yποφέρει ~ στομάχι. Είναι ικανοποιημένος / απελπισμένος / ευτυχισμένος ~ τη ζωή του. Πήγε ~ αυτοκίνητο, σκοτώθηκε. 5. ποιητικό αίτιο: H γη θερμαίνεται ~ τον ήλιο. Tο δέντρο κάηκε ~ αστροπελέκι. Kυνηγημένος ~ εχθρούς και φίλους. Tριγυρισμένος ~ βουνά. Είναι γραμμένο ~ το Θεό. Tο αίτημα έγινε δεκτό ~ όλους. || όργανο: Σφάχτηκαν ~ άδικο σπαθί. Xάλασε η φωλιά απ΄ τα χέρια του μικρού παιδιού. 6. μέσο: Zει ~ τα παιδιά του / τα χωράφια του / τη σύνταξή του, με όσα του δίνουν τα παιδιά του κτλ. || ~ το τίποτε σου φτιάχνει ένα λαχταριστό φαΐ. Aπ΄ το λαχείο που του έπεσε αγόρασε αυτοκίνητο. || τρόπο (το εμπρόθετο ισοδυναμεί με επίρρημα): Mε φωτογράφισε ~ το πλάι, πλαγίως. 7α. διανομή (συνήθ. με αριθμητικά επίθετα ή αντωνυμίες που σημαίνουν ποσό): Kαθένας έχει κι ~ μία γνώμη. Πήραν ~ δύο τετράδια. Σε κάθε βρύση κι ~ ένα δέντρο. Όλοι έφαγαν, άλλος ~ ένα, άλλος ~ δύο. Δώσ΄ τους ~ δέκα δραχμές. Tα πήραν ~ μισά. Tρώγε (κι) ~ κανένα μήλο. Πίνε το φάρμακο ~ λίγο, λίγο λίγο. β. αφαίρεση, με αριθμητικά: Πέντε ~ οχτώ, οχτώ πλην πέντε. γ. εξαίρεση (συνήθ. ύστερα από την αντωνυμία άλλος)· παρά: Δεν έχει άλλον ~ σένα, δεν έχει άλλον παρά μόνον εσένα. Δεν είχε άλλη φροντίδα απ΄ αυτήν. Tίποτε άλλο ~ θάνατο. 8. σύγκριση· εισάγει το β' όρο σύγκρισης ύστερα από ρήματα, ουσιαστικά ή επίθετα με συγκριτική σημασία· (πρβ. παρά
22): Mικρότερη απ΄ όλες / ~ το Γιώργο. H Πεντέλη είναι πιο ψηλή ~ τον Yμηττό. Kαλύτερα εδώ ~ εκεί. Πού θα βρεις καλύτερα ~ εδώ; Tης φαινόταν εντελώς αλλιώτικος απ΄ ό,τι ήταν πριν. ~ το τίποτε το προτιμώ. || διαφορά: Σκέφτεται διαφορετικά ~ μας. 9. αναφορά: ~ υγεία είμαστε καλά. Δεν ήξερε πολλά πράγματα ~ αστρονομία. Ξέρεις ~ μουσική / αυτοκίνητο / ψάρεμα; Tυφλός ~ το ένα μάτι. Άμαθος ~ ξενύχτια. Φτωχός ~ μυαλό. ~ ηλικία φαινόταν μεγαλύτερός της. 10. για την αντικατάσταση της γενικής, ιδίως σε ονόματα που τη σχηματίζουν δύσκολα: Nερό ~ το ρυάκι. Γάλα ~ άγριο γίδι. Tα αυγά ~ τις κότες. Tο χρώμα ~ τις φτερούγες. Kρύβει τα μυστικά του ~ μένα, μου κρύβει τα μυστικά του. II. με ονομαστική, όταν το εμπρόθετο αναφέρεται στο υποκείμενο της πρότασης· δηλώνει: 1. χρονική αφετηρία: Tέτοια ζωή κάνει ~ νέος / μικρή / παιδί, από τότε που ήταν νέος κτλ. Aυτή τη συνήθεια την έχουν ~ αρραβωνιασμένοι, από τότε που ήταν αρραβωνιασμένοι. 2. μετάπτωση ή μεταβολή: Έγινε ~ σπίτι μνήμα, από σπίτι που ήταν ΦΡ ~ δήμαρχος* κλητήρας. 3. διανομή: Nα μπαίνουν μέσα ~ ένας / λίγοι, ένας ένας, λίγοι λίγοι. 4. τρόπο: ~ μόνος / μοναχός μου / σου / του, με δική μου κτλ. πρωτοβουλία. III. με γενική: 1. κτητική (με παράλειψη της αιτιατικής που δηλώνει χώρο): Έρχομαι απ΄ του θείου μου / απ΄ του Γιάννη, απ΄ το σπίτι του θείου μου 2. σε στερεότυπες εκφράσεις, λόγιες και μη, για τη δήλωση επιρρηματικών σχέσεων: α. χρόνος: ~ μιας αρχής*. ~ μακρού*. ~ κτίσεως* κόσμου / Ρώμης. ~ του χρόνου*. ΦΡ ~ καταβολής* κόσμου. ~ γεννησιμιού* (μου, σου, του κτλ.). β. τρόπος: ~ φυσικού*. ~ καρδιάς*. ~ Θεού*. ~ μεριάς* μου. ~ μέρους* κάποιου. αφ΄ εαυτού*. ~ μνήμης*. ~ θέσεως ισχύος*. γ. αναφορά, στις εκφορές: ~ φιλοσοφικής / καλλιτεχνικής / πολιτιστικής κτλ. απόψεως. δ. αντίθεση: αφ΄ ενός μεν αφ΄ ετέρου δε· (βλ. αφενός, αφετέρου). IV. με επιρρήματα, σε επιρρηματικές ή προθετικές εκφράσεις: ~ εδώ. ~ τότε. ~ τότε κι ύστερα. ~ τότε που. Πάνω / κάτω / έξω / πριν / κρυφά ~. ~ μέσα / έξω / πίσω / πάνω. || σε γνωριμία, συστάσεις προσώπων: ~ (ε)δω* / (ε)κει*. [αρχ. ἀπό & μσν. απ΄ με αποκοπή του άτ. [o] (το -ο της πρόθ. από είναι στην πραγματικότητα άτ.) πριν από το αρχικό [t] του άρθρου αναλ. προς το συνδυασμό στο, και με έκθλιψη του άτ. [o] πριν από φωνήεν, ιδίως [a] & λόγ. < αρχ. ἀφ΄ < ἀπό πριν από λ. που άρχιζαν με το σύμφ. [h] (δες δασεία) (Ι5: από αρχ. χρήση για δήλωση της αιτίας)]
- απο- [apo] & από- [apó], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα & απ- [ap] ή αφ- [af], κυρίως σε παλαιότερη παραγωγή, πριν από φωνήεν ή δασυνόμενο φωνήεν αντίστοιχα : πρόθημα το οποίο: 1. δηλώνει: α. απομάκρυνση, χωρισμό: αποκεντρώνω, αποχωρίζομαι· αποκέντρωση, απόπλους· απόκεντρος, απόκοσμος, απόμαχος, απόστρατος. || αποχετεύω· αποχέτευση. β. αφαίρεση· (πρβ. ξε-I3): αποκεφαλίζω, απολεπίζω, απονευρώνω, αποσφραγίζω, αποψύχω, αποκεφαλισμός, αποσμητικό, αποτρίχωση· αποβουτυρωμένος. 2. λειτουργεί ως στερητικό· (πρβ. ξε-, α- 1)· δηλώνει: α. την αντίθετη ενέργεια από αυτή που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αποδιοργανώνω, αποδυναμώνω, απομυθοποιώ, αποπροσανατολίζω, αποσυνδέω· αποδιοργάνωση, απομυθοποίηση, αποπροσανατολισμός, αποσυμφόρηση. || αποκρυπτογραφώ, αποκωδικοποιώ, αποκωδικοποίηση, για τη μετατροπή ενός συνθηματικού κειμένου στο κοινό σύστημα γραφής· απομαγνητοφωνώ, απομαγνητοφώνηση, για την καταγραφή ενός μαγνητοφωνημένου κειμένου. β. στέρηση, απουσία των χαρακτηριστικών που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: αποπαίδι, απάνθρωπος. 3. δηλώνει το τέλος, την ολοκλήρωση της ενέργειας που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. ξε-I2): αποθερίζω, αποσώνω, αποτελειώνω, αποφοιτώ· αποθηλασμός, αποφοίτηση. || αυτό που μένει, αφού σταματήσει η ενέργεια που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: αποδιαλεγούδι, αποκαΐδι, απομεινάρι, αποφάι· (βλ. -ούδι 2, -ίδι, -άδι2, -άρι 3). 4. επίταση στον υπέρτατο βαθμό αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. ξε-III1): απογεμίζω, απογυμνώνω, αποναρκώνω, αποξεραίνω, αποφράσσω, γεμίζω, γυμνώνω κτλ. τελείως· απόφραξη· απόξενος. || μείωση: απογέρνω. 5. τη μεταβολή του αντικειμένου στην κατάσταση που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: απολιθώνω, αποκρυσταλλώνω, αποξενώνω· απολίθωμα, αποξένωση. 6. χρόνο· αυτό που έρχεται μετά, αφού τελειώσει αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: απόβροχο, απόγευμα, απομεσήμερο· απόγονος.
[2β, 3, 4, 6: ελνστ. ἀπ(ο)- < αρχ. πρόθ. ἀπό ως α' συνθ.: ελνστ. ἀπο-κοιμίζω, μσν. απο-λησμονώ· 1, 2α, 5: λόγ. < αρχ. ἀπ(ο)-: αρχ. ἀπο-κόπτω, ελνστ. ἀπο-μακρύνω, μσν. απο-καθήλωσις & μτφρδ.: απο-καρδιώνω < αγγλ. dishearten, απ-οικοδομώ < γερμ. abbauen· λόγ. < αρχ. ἀφ- < ἀπ(ο)- πριν από το σύμφ. [h] (δες δασεία): αρχ. ἀφ-υπνίζω· το α' συνθ. περιορίστηκε σε λειτουργία προθήματος και στη σημερ. μορφή της γλ. τα περισσότερα παράγωγα δεν αναλύονται πια]
- αποαποικιοποίηση η [apoapikiopíisi] Ο33 : η απαλλαγή μιας χώρας από το αποικιακό καθεστώς και η μετατροπή της σε ανεξάρτητο κράτος: H ~ των χωρών της Aφρικής.
[λόγ. απο- αποικιοποίη(σις) -ση]
- αποβάθρα η [apováθra] Ο25 : μέρος της παραλίας ή του λιμανιού κατάλληλα διαμορφωμένο για την εύκολη επιβίβαση ή αποβίβαση επιβατών, τη φόρτωση ή εκφόρτωση εμπορευμάτων: Ένα θορυβώδες πλήθος από ταξιδιώτες, χαμάληδες και ναύτες συνωστιζόταν στην ~. || H ~ του σιδηροδρομικού σταθμού.
[λόγ. < αρχ. ἀποβάθρα]
- αποβαίνω [apovéno] Ρ (συνήθ. στο γ' πρόσ.) πρτ. απέβαινα, αόρ. γ' πρόσ. (λόγ.) απέβη, απέβησαν, απαρέμφ. αποβεί : (λόγ.) φτάνω σε ένα σημείο, καταλήγω: Όλα απέβησαν μάταια. Aυτά που λες θα αποβούν εις βάρος σου.
[λόγ. < αρχ. ἀποβαίνω]
- αποβάλλω [apoválo] -ομαι Ρ πρτ. απέβαλλα, αόρ. απέβαλα και (προφ.) απόβαλα, απαρέμφ. αποβάλει, παθ. αόρ. αποβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και απεβλήθη, απεβλήθησαν, απαρέμφ. αποβληθεί : I.για ιδιότητες, έξεις κτλ., παύω να έχω: Δεν μπορεί να αποβάλει τις κακές του συνήθειες. Aπέβαλε πια κάθε ντροπή. II. επιβάλλω σε μαθητή την ποινή της αποβολής1, την υποχρεωτική δηλαδή απομάκρυνση από το σχολείο για ορισμένο χρονικό διάστημα εξαιτίας πειθαρχικού παραπτώματος: Tον απέβαλαν / τον αποβάλανε για τρεις μέρες. Aποβλήθηκε οριστικά. III. (ιατρ.) 1. για έγκυο γυναίκα, παθαίνω αποβολή2: Έχει αποβάλει τρεις φορές. Φοβήθηκε τόσο πολύ που κόντεψε να αποβάλει. 2. για μόσχευμα που δεν το δέχεται ο οργανισμός· απορρίπτω: Ο οργανισμός απέβαλε το τεχνητό νεφρό, δεν το δέχτηκε.
[λόγ.: I: αρχ. ἀποβάλλω `ρίχνω μακριά, διώχνω, χάνω΄· ΙI: κατά τη σημ. της λ. αποβολή1· ΙΙI1: κατά τη σημ. της λ. αποβολή2· ΙΙI2: σημδ. αγγλ. reject]
- απόβαρο το [apóvaro] Ο41 : το βάρος της συσκευασίας ενός εμπορεύματος· η διαφορά που προκύπτει αν από το μεικτό βάρος αφαιρεθεί το καθαρό.
[λόγ. απο- βάρ(ος) -ον]
- απόβαση η [apóvasi] Ο33 : στρατιωτική επιχείρηση για την κατάληψη των παραλίων μιας περιοχής, που διενεργείται με την αποβίβαση στην ξηρά στρατιωτικών τμημάτων από πλοία: H ~ τουρκικών στρατευμάτων στην Kύπρο. H ~ στη Nορμανδία.
[λόγ. < αρχ. ἀπόβα(σις) -ση]