Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απροκατάληπτος
1 εγγραφή
απροκατάληπτος -η -ο [aprokatáliptos] Ε5 : που δεν είναι προκατειλημμένος, που ενεργεί ή που κρίνει χωρίς προκατάληψη: ~ κριτής / συζητητής. απροκατάληπτα ΕΠIΡΡ: Aντιμετωπίζει / κρίνει ~ το ζήτημα.

[λόγ. α- 1 προκαταληπ- (προκατάληψις) -τος μτφρδ. αγγλ. unprejudiced]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες