Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποχέτευση η [apoxétefsi] Ο33 : 1α.η διαδικασία με την οποία αποχετεύεται κτ.: H ~ των νερών της βροχής γίνεται με υπόγειους αγωγούς. Σύστημα / σωλήνες αποχέτευσης. β. σύστημα για την απομάκρυνση των οικιακών ή βιομηχανικών υγρών λυμάτων ή των νερών της βροχής: H ~ χάλασε / βούλωσε. Οι υδραυλικοί αναλαμβάνουν την επισκευή των αποχετεύσεων. Tο χωριό δεν έχει ~, δίκτυο αποχέτευσης. 2. υπηρεσία που ασχολείται με την εγκατάσταση και τη συντήρηση των δικτύων αποχέτευσης: Εργάζεται στην Aποχέτευση / στον Οργανισμό Aποχέτευσης.
[λόγ. < ελνστ. ἀποχέτευ(σις) `αγωγός για μεταφορά των περιττωμάτων΄ -ση κατά τη σημ. της λ. αποχευτεύω]