Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποφυγή η [apofijí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποφεύγω, προσπάθεια απομάκρυνσης από κπ. ή κτ., αποχής από κτ. ή αποτροπής κάποιου κακού: Συνιστούμε την ~ των πολυσύχναστων χώρων / της κατανάλωσης λιπαρών ουσιών. H αστυνομία έλαβε μέτρα για την ~ επεισοδίων. (έκφρ.) παράδειγμα* προς αποφυγή(ν). (λόγ.) προς αποφυγή(ν), (με γεν.) για να αποφύγουμε κτ.: Προς ~ παρεξηγήσεων, για να μη γίνουν παρεξηγήσεις. || ~ της χασμωδίας*.
[λόγ. < αρχ. ἀποφυγή]