Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποτυπώνω [apotipóno] -ομαι Ρ1 : 1α.σχηματίζω το περίγραμμα της μορφής ενός σώματος σε μια επιφάνεια, πιέζοντάς το επάνω σε αυτή, σχηματίζω το αποτύπωμά του: Tα ίχνη των ποδιών του / των τροχών αποτυπώθηκαν πάνω στο μαλακό χιόνι / στη λάσπη. H σφραγίδα αποτυπώνεται στο κερί ή σε άλλο εύπλαστο υλικό. || ~ ένα κείμενο στο χαρτί, με τυπογραφική μέθοδο. ~ ένα σχέδιο πάνω στο ύφασμα, κάνω τη στάμπα. β. σχεδιάζω κτ. με ακρίβεια, κάνω αποτύπωση: ~ την αρχιτεκτονική μορφή ενός κτιρίου. 2. (μτφ.) α. εκφράζω κτ. με παραστατικότητα και με ακρίβεια: Στα ποιήματά του αποτυπώνει τη μεταφυσική του αγωνία. Στο πρόσωπό του ήταν αποτυπωμένη η θλίψη / η ευτυχία. β. θυμάμαι κτ., το διατηρώ στη μνήμη μου πολύ ζωηρά, το εντυπώνω: Εικόνες που έχουν αποτυπωθεί ανεξίτηλα (στη μνήμη μου). Aποτύπωσα τη μορφή του τόσο καθαρά, ώστε αν τον ξαναδώ θα τον αναγνωρίσω αμέσως.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀποτυπ(ῶ) -ώνω· 2: σημδ. γερμ. sich ausprägen]