Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποστηθίζω [apostiθízo] -ομαι Ρ2.1 : απομνημονεύω κτ., με συνεχείς επαναλήψεις το μαθαίνω απέξω, κατά λέξη: Έχει αποστηθίσει ολόκληρες ραψωδίες του Ομήρου. Οι γραμματικοί κανόνες δεν αποστηθίζονται εύκολα. || μαθαίνω απέξω κτ. μηχανικά, χωρίς να εμβαθύνω στο νόημά του ή να το αφομοιώσω: Tα παιδιά δεν πρέπει να αποστηθίζουν το μάθημα της ιστορίας, αλλά να το κατανοούν.
[λόγ. < μσν. αποστηθίζω < ελνστ. φρ. ἀπό στήθ(ους) -ίζω]