Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποστεώνομαι [aposteónome] Ρ1β : 1.αδυνατίζω υπερβολικά, γίνομαι οστεώδης: Mια ασκητική, αποστεωμένη μορφή. Aποστεώθηκε από τις στερήσεις, αποσκελετώθηκε*. 2. (μτφ.) για κπ. ή για κτ. που μένει προσκολλημένο(ς) σε κτ. απαρχαιωμένο και νεκρό, που δεν μπορεί να ανανεωθεί και να εξελιχθεί: Aποστεωμένος δογματισμός. Aποστεωμένες ιδέες.
[λόγ. απ(ο)- οστε- θ. του αρχ. ὀστοῦν (δες οστό) -ούμαι > -ώνομαι μτφρδ. γαλλ. s΄ossifier (στη σημ. 2)]